ομορησις

ομορησις
    ὁμόρησις
    ὁμ-όρησις
    ион. ὁμούρησις -εως ἥ сопредельность, соседство Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ομορησις" в других словарях:

  • ομόρησις — ὁμόρησις και ὁμορ(ρ)όησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) [ομορέω] 1. γειτνίαση, γειτονία 2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών …   Dictionary of Greek

  • ὁμόρησιν — ὁμόρησις neighbourhood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομήρησις — ὁμήρησις, ἡ (Α) (αττ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) βλ. ομόρησις …   Dictionary of Greek

  • ομορ(ρ)όησις — ὁμορ(ρ)όησις και ὁμόρωσις, ἡ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ομόρησις …   Dictionary of Greek

  • ομούρησις — ὁμούρησις, ἡ (Α) βλ. ομόρησις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»